κρεανομώ

κρεανομώ
κρεανομῶ και κρεωνομῶ, -έω (Α) [κρεανόμος]
1. διανέμω κρέας, μοιράζω κομμάτια κρέατος, ιδίως από τα θύματα τής θυσίας
2. κόβω σε κομμάτια, διαχωρίζω, διαμοιράζω («κρεανομῶν τὰ σώματα», Διόδ.)
3. μέσ. κρεανομοῡμαι, -έομαι
μοιράζομαι κάτι με άλλους («αἱ δ' ἄλλαι τὰ περισσὰ κρεανομέοντο γυναῑκες», Θεόκρ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κρεωνομώ — κρεωνομῶ, έω (Α) κρεανομώ*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού κρεανομώ με α συνθετικό κρεω για το οποίο βλ. κρε(ο) ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”